Ἀφροδισιακός

Ἀφροδισιακός
Ἀφροδισ-ιακός, ή, όν,
A sexual,

τέρψεις D.S.2.23

; [λίθος] a precious stone with aphrodisiac properties, Plin.HN37.148;

ἔλαιον POxy.1293.5

(ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀφροδισιακός — sexual masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδισιακός — ή, ό (Α ἀφροδισιακός, ή, όν) [αφροδίσιος] 1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης 2. «ἀφροδισιακός λίθος» είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αφροδισιακός, -ή — ό αυτός που έχει να κάνει με τη γενετήσια ορμή: Τα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν αρκετά αφροδισιακά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφροδισιακός — ἀ̱φροδισιακός , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακά — Ἀφροδισιακός sexual neut nom/voc/acc pl Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός sexual fem nom/voc/acc dual Ἀφροδισιακά̱ , Ἀφροδισιακός sexual fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακῶν — Ἀφροδισιακός sexual fem gen pl Ἀφροδισιακός sexual masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακόν — Ἀφροδισιακός sexual masc acc sg Ἀφροδισιακός sexual neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακαῖς — Ἀφροδισιακός sexual fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακοῖς — Ἀφροδισιακός sexual masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακοί — Ἀφροδισιακός sexual masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιακῆς — Ἀφροδισιακός sexual fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”